χαλκεόγομφος

χαλκεόγομφος
χαλκεό-γομφος, ον,
A brass-riveted,

δῶμα Simon.37.7

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκεόγομφος — ον, Α στερεωμένος ή διακοσμημένος με χάλκινα καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + γόμφος «καρφί» (πρβλ. πολύ γομφος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεογόμφῳ — χαλκεόγομφος brass riveted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεογόμφωι — χαλκεογόμφῳ , χαλκεόγομφος brass riveted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”